Новогреческий словарь
διαμορφώτρια
διαμορφώτρια
η
та(__,__) кто создаёт
, формирует
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
та, кто создаёт
? —
διαμορφώτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμορφώτρια
? — та, кто создаёт
#
(ново)греческий словарь
—
λογχισμός
—
τεκνοποιία
—
άτακτος
—
γκιοτής
—
βιδέλο
—
βελτιώνω
—
ανάλαφρος
—
αγυιόπαις
—
ραγισματιά
—
στουμπώνομαι
—
φακιόλι
—
άρρηκτος
—
γειτνίαση
—
ασυναίσθητος
—
ανέφικτος
—
περιστέλλομαι
—
αλειπτήρ
—
μέτριος
—
εισαγγελέας
—
βενζινάροτρον
—
φαγούδικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве