Новогреческий словарь
βήχας
βήχας
ο
кашель
;
===
τού έκοψα τό βήχα — [phrase]я его осадил[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кашель
? —
βήχας
как с
(ново)греческого
переводится слово
βήχας
? — кашель
#
(ново)греческий словарь
—
κίτρινο
—
ημίλευκος
—
ακατέβατος
—
Αμερικάνος
—
περιτομή
—
βουβά
—
ανοικοδομικός
—
εκφανής
—
ρεπανόσουπα
—
εγκεφαλοπάθεια
—
ανεμβολίοστος
—
αποδοτικότητα
—
ασκάρωτος
—
υπενθύμιση
—
φτωχεύω
—
διαφωτισμός
—
τερατοειδής
—
κουφός
—
ρωσομαθής
—
ακόρυφος
—
σιντριβάνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве