όφις

формы словаβ
όφις
(γεν. όφεως) ο уст. змея (тж. о коварном человеке);

===
          θερμαίνω όφιν εις τούς κόλπους μου — [phrase]пригреть змею на своей груди[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово змея? — όφις
как с (ново)греческого переводится слово όφις? — змея


ενοικιοστάσιογοργοκίνημααλαζονικόςμίλτοςζεύγληβλαστολόγίατραγικοκωμικόςπαρακωλύωδιασώστριαλουτήραςανάγερτοςυπεσχημένααπόθλιψηψυχροφοβίααποκληρωτικόςβερικοκκιάκομψολόγοςμεταμορφωσιγενήςδροσιστικάκαντηλήθρακλινικώς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit