|
(γεν. όφεως) ο уст. змея (тж. о коварном человеке); === θερμαίνω όφιν εις τούς κόλπους μου — [phrase]пригреть змею на своей груди[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово змея? — όφις как с (ново)греческого переводится слово όφις? — змея — ενοικιοστάσιο — γοργοκίνημα — αλαζονικός — μίλτος — ζεύγλη — βλαστολόγία — τραγικοκωμικός — παρακωλύω — διασώστρια — λουτήρας — ανάγερτος — υπεσχημένα — απόθλιψη — ψυχροφοβία — αποκληρωτικός — βερικοκκιά — κομψολόγος — μεταμορφωσιγενής — δροσιστικά — καντηλήθρα — κλινικώς |
|||