|
1) подписанный; έγγραφο ~ο — подписанный документ; 2) подписавшийся; οι κάτωθι ~οι — нижеподписавшиеся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подписанный? — υπογεγραμμένος как на (ново)греческом будет слово подписавшийся? — υπογεγραμμένος как с (ново)греческого переводится слово υπογεγραμμένος? — подписанный, подписавшийся — στάτης — μπεκατσίνι — απεικάζω — μαγκούφικος — αμάλλιαγος — στάνταρ — παλαμιαίος — ονομαστός — ονηγός — νουθέτηση — μακρός — ερμηνευτής — κάλλιστος — λαχανοζούμι — μαϊμουδιάρα — κωδικογράφος — τραντάζομαι — υπνολαλιά — αργυροϋφής — ωρικός — εξυπνάδα |
|||