|
долголетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долголетний? — κορακοζώητος как с (ново)греческого переводится слово κορακοζώητος? — долголетний — δελίνι — τσιρλητό — μπουκουνιά — νταβούλι — χρυσοπώλης — ανατριχιαστικός — αθετώ — φλογοβόλος — χηνίσιος — υδράργυρος — υατσίνθι — ξεφύσημα — λαμπαδηδρομία — υπόπικρος — ερπετοειδής — ξεθερμίζω — εξέλεγχος — στραγγιστός — νικητήριος — ζυγοδάκτυλος — κορνίζα |
|||