|
αόρ. от διατέμνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέτεμον? — — παροιμιώδης — εδικός — σεμιγδαλένιος — ξαναστέλνω — ερειπώνομαι — Τ — αγκρίνιαστα — χούλιγκαν — ακρόβουνο — εκγλυφή — μιξούδια — επίτονος — καϊκιά — φυτοπαθολόγος — παγωτό — πρωτοσύστατος — μαρτυρικός — αναλογούν — λυγιστός — ανατρεπτικός — δέψα |
|||