|
стричь; брить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стричь? — μπαρμπερίζω как на (ново)греческом будет слово брить? — μπαρμπερίζω как с (ново)греческого переводится слово μπαρμπερίζω? — стричь, брить — καταμετρητής — καβάδι — μακρομάλλης — ανανούριστος — αλφαβητάρι — γυμνόστερνος — αρραβωνιάζω — κοκκινόχωμα — γαλάχτισμα — σμυρίγλη — φωκόλ — φιαλίδιο — κατηφόρισμα — σταχτοκουλλούρα — αγρονομικός — αντεννοκάταρτο — μαγαρίκα — τετραπλούς — σταυρανθής — απότοκος — αντιπροσωπευτικά |
|||