Новогреческий словарь
γαλάριος
γαλάρι|ος
дойный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дойный
? —
γαλάριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλάριος
? — дойный
#
(ново)греческий словарь
—
πεντάγραμμο
—
χαλβαδοποιία
—
κόπωση
—
αντιζύγι
—
λήγω
—
άσκαστος
—
ανισόρροπος
—
αψηφος
—
μετασεισμικός
—
ζουζούνισμα
—
γρετίδικος
—
χοντρομπαλάς
—
φτισιά
—
στεγανός
—
σιδηροκατασκευή
—
κοσμολογία
—
αμυδρότητα
—
συντεταγμένες
—
έκρους
—
εσωλέμβιος
—
αντιοξυγόνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,