|
τα веки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веки? — ομματόφυλλα как с (ново)греческого переводится слово ομματόφυλλα? — веки — τσιμπώ — σκαπετάω — αρπάζομαι — παρατραβηγμένος — φτωχόπαιδο — σεμνοπρεπής — γεννοβόλι — μαρμαροκονία — ελαφρόπιστος — αγριωσύνη — γραία — δόλιος — ενοίκιο — σταυροπόδης — χειροδέσμη — συντονίζω — περιβάλλον — μαρτυρικά — ολιγόπιστος — ακουστικώς — ικετικός |
|||