|
лишать наследства #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишать наследства? — αποκληρώνω как с (ново)греческого переводится слово αποκληρώνω? — лишать наследства — αμελητές — αινιγματικός — εικονογραφικός — θρομβεκτομή — κακείθεν — μουσαμαδένιος — μεράκι — αγούρμαστος — αδόκιμα — εκγυμνώνω — κωλοκάτσι — υάκινθος — αρύλογος — σαπφισμός — μεταλλισμός — οντουλάρω — αιγόδερμα — επιλαρχία — αφενάκιστος — τσουκαλάκι — αποστροφή |
|||