|
луговой; пастбищный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово луговой? — λειμώνιος как на (ново)греческом будет слово пастбищный? — λειμώνιος как с (ново)греческого переводится слово λειμώνιος? — луговой, пастбищный — υποθερμικός — ατράνταχτος — παλαιοχριστιανικός — μαδέρα — εισορμίζομαι — στοιχηδόν — Σουηδή — έχτρητα — κακοπαθής — ακέντρωτος — μήνιγγος — βολιάζω — αλπινισμός — βωξίτης — μοναχιάζω — αμακρος — συγκομιδή — στραγγαλίζομαι — αναφωνήτρια — ιεροφάντης — λύκειο |
|||