|
скипидарный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скипидарный? — τερεβινθικός как с (ново)греческого переводится слово τερεβινθικός? — скипидарный — φτιάξιμο — ηλιοθρεμμένος — κορβέττα — κοινοτοπία — μπάρρα — ερωτώ — ενσφηνώνομαι — δράπανο — αποσυνάγωγος — εδωπάνου — ξεγελάστρα — καλοζυγιάζω — απροαίρετα — συνωμοτικός — ψυχρομετρία — ανεπίληπτος — αποσπάζω — αμανάτι — αποχτυπάω — ελληνιστί — βυτίνη |
|||