|
(-ήρος) τό нагреватель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагреватель? — θερμαντήρας как с (ново)греческого переводится слово θερμαντήρας? — нагреватель — εποχιακός — οργή — αρτηριακός — δανειακός — βομβαρδιστής — συνολικά — ανειδοποίητα — αλλωστε — νεροκολόκυθο — σούτ — καταισχύνω — ηδύς — μακαρισμοί — ορυκτολογία — ηλιάζω — ξηρολιθοδομή — συμβατικός — απαξιωτικά — αποκωλώνω — ψυχοβιολογισμός — λίκνο |
|||