|
романический, присущий роману #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово романический? — μυθιστορηματικός как на (ново)греческом будет слово присущий роману? — μυθιστορηματικός как с (ново)греческого переводится слово μυθιστορηματικός? — романический, присущий роману — προσδιορίζω — ανομοθέτητος — νίψιμο — επαναστατικά — χαλυβουργία — εικάζω — αστραπόμορφος — κατεσκληκώς — ασυμπεθέριαστος — εμψυχώνω — επανειλημμένος — φυματιολογία — ηχείο — γεροντόπαχα — δεκάτευμα — φαφούτισσα — ηδονίστρια — κώφωση — απλωμα — χαρτοπολτός — ζαριά |
|||