Новогреческий словарь
ενθυμητικό
ενθυμητικό
το
память
;
ισχυρό (или γερό) ~ — хорошая память
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
память
? —
ενθυμητικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενθυμητικό
? — память
#
(ново)греческий словарь
—
κτήση
—
μαγνητοφωνώ
—
λειτουργικότητα
—
χαρεμλίκι
—
γραμματεία
—
φτυάρισμα
—
καλαμώνω
—
διοσμαρίνι
—
ενοποιός
—
συκεών
—
αντιπρόκληση
—
ανακουφωτός
—
ελάφειος
—
τσελιγγοτο
—
κατάδηλος
—
αναδόμηση
—
ανδράδελφη
—
σκούρα
—
βιβλιόψειρα
—
κατειλημμένος
—
ορθοχρωματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве