Новогреческий словарь
προσανατολιστικός
προσανατολιστικός
ориентировочный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ориентировочный
? —
προσανατολιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσανατολιστικός
? — ориентировочный
#
(ново)греческий словарь
—
παρεκβαίνω
—
εναντιωματικός
—
διεθνής
—
αυτοκρατορισμός
—
άκρατος
—
δονούμαι
—
συνορίτης
—
ιέρας
—
μετζοσοπράνο
—
αυξητικός
—
ανηολόγητος
—
συνθλαστήρ
—
απόρθητος
—
στειλιάρι
—
απολυμαντικό
—
κρυφοκοιτάζω
—
αξιοκατάκριτος
—
απουσία
—
αφυπνίζομαι
—
μαγαζιάτορας
—
αλτήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве