|
ориентировочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ориентировочный? — προσανατολιστικός как с (ново)греческого переводится слово προσανατολιστικός? — ориентировочный — παρονομασία — θεωρητικός — άγναντος — ντροπιαστικός — ανοσιουργός — αγελαίος — αλέτρι — αφορμάριστος — αμφιδεξιότητα — αδιήγητος — μαμακούλα — αδιαλάλητος — υποβάλλω — περιγέλασμα — ευγονιστής — σκί — μαγνητοσκοπώ — μετωπικότητα — σπερματοθήκη — τυπωτής — αρτίδιον |
|||