Новогреческий словарь
ενδοψία
ενδοψία
η мед.
эндоскопия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эндоскопия
? —
ενδοψία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδοψία
? — эндоскопия
#
(ново)греческий словарь
—
αναγέλασμα
—
καταταράζω
—
παγανίστρια
—
υπέρκορος
—
εθισμός
—
ζαϊφλίκι
—
διαμέτρημα
—
σκεμπέ
—
λεπτολόγημα
—
ηλεκτρομηχανική
—
μπακάλαινα
—
ήλιο
—
συνεφέρνω
—
ψαμμιτικός
—
ουρητήρας
—
λείψανο
—
ολισθηρότητα
—
εξάπτομαι
—
αποχρωστικός
—
δεσποτικός
—
κελαϊδισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве