|
η мед. эндоскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндоскопия? — ενδοψία как с (ново)греческого переводится слово ενδοψία? — эндоскопия — χωρογράφος — τυχαιότητα — αψάρευτος — υλοτόμηση — χόρευμα — μετάλλευμα — ανοσοποιώ — παραθέτω — βιομετρία — οχληρός — ενενηκοντάκις — βυζίον — μπριγκέττα — φαρμακευτική — ωκεανολόγος — ανάπαυση — ψευδοδιλημματικός — κεντριστής — ζωντάνια — υποκόμισσα — ενιαίος |
|||