|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οικοσημολογία? — — σπήλιο — ωφέλιμος — ενδρομίς — στιγματισμός — πολύκλαδος — ατονία — μεσόροφος — εκχομος — μνήσκω — δοκανίκι — φύλαξη — παραχορεύω — φιλανθής — εντειχισμός — χαρτοθέτης — φανελλένιος — ναυτόπαιδο — γωνίωμα — χρυσόξυλο — μετακινημένος — υπηνεμούμαι |
|||