|
густой (о лесе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово густой? — βαθύδενδρος как с (ново)греческого переводится слово βαθύδενδρος? — густой — λεβεντόπαιδο — διάθρεψη — σοκολατίνα — στύβω — πολυξοκουσμένος — γιατροσύνη — λυχνοσβήστης — αργοπάτημα — πατάκα — χολοστεαρικός — προστριβή — κλιμάκιο — ανελκτήρας — αυτοσχεδιασμός — καταρράχτης — κανών — δυσκολεύω — απολέμητος — ασαράντιστος — προπαίδεια — ακαρπος |
|||