|
ходить на четвереньках #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить на четвереньках? — αρκουδεύω как с (ново)греческого переводится слово αρκουδεύω? — ходить на четвереньках — αγριολούλουδο — κοντούλικος — τηλεγράφημα — πορεία — επίπασις — χαλκόύργίική — μετρό — ψαλιδιά — ρετούς — αποθανατίζω — ινδογερμανικός — ανθυπασπιστής — αντρεία — ζωϊτσα — βεντούζα — μόνος — σείνω — χωροταξικός — ανθρακογραφία — τιτλοφορούμενος — επιπλώνω |
|||