|
η анат. долихоцефалия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долихоцефалия? — δολιχοκεφαλία как с (ново)греческого переводится слово δολιχοκεφαλία? — долихоцефалия — ειμαρμένον — συγκοινωνός — λιγνεύω — ολοχρονίς — γριίστικος — παιδαγωγικός — αμφίζυγος — ανθόκλαδο — πολύγλωσσος — εξάγνιση — γλυπτοθήκη — αμητός — αδικοβγάνω — πολυχρόνιο — νοικάτόρισσα — ακατάφερτος — προσμέτρηση — ρακένδυτος — απάνθησις — χοιροτρόφος — πανσπερμία |
|||