|
асфальтовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово асфальтовый? — ασφαλτικός как с (ново)греческого переводится слово ασφαλτικός? — асфальтовый — παντρεμένος — αυτόφωτος — αει- — αντικοινωνικός — ανοσήλευτος — απεσταλμένος — αναλλοίωτα — σπινθηροβολώ — αποστοματισμός — ενδεκαετής — μελιτζανοσαλάτα — νεφόκαμμα — ξεπληρώνω — πυοδερμίτιδα — αδιόρθωτος — ξυλαγκάθα — ύμνος — θριαμβευτικός — ζαλίγκα — ταχύπλους — ιχθυέλαιον |
|||