Новогреческий словарь
κουμπούρας
κουμπούρας
1) :
(δημητσανίτικη) — человек старого склада, старых взглядов
;
2)
ученик(__,__) не выучивший урока
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ученик, не выучивший урока
? —
κουμπούρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουμπούρας
? — ученик, не выучивший урока
#
(ново)греческий словарь
—
καμινευτής
—
αρνοψάλιδο
—
φιλοτεχνώ
—
βεζίρης
—
ανταγωγή
—
ξεπεταγμένος
—
κίνηση
—
οππορτουνιστικός
—
σκατομαλάκας
—
ολιγοπιστώ
—
δαιμονοπαθής
—
καρβοονιάρικος
—
πασσαλοσανίς
—
ευμέθοδος
—
χωριατομαθημένος
—
ναυπηγοξυλουργός
—
κατεστημένο
—
ενδεκάμηνον
—
αυτοκαταλύομαι
—
άνευ
—
χριστιανομάχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве