|
1) : (δημητσανίτικη) — человек старого склада, старых взглядов; 2) ученик(__,__) не выучивший урока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ученик, не выучивший урока? — κουμπούρας как с (ново)греческого переводится слово κουμπούρας? — ученик, не выучивший урока — νυκτερίς — ανάτριψις — θαλάσσωμα — εγγυητικός — χαοτικό — τελώνης — σύσκεψη — νηπιοκομία — αυτόμολος — κλαπατσίμπαλα — καταπραΰνω — ιερωμένος — δεκατέσσεροι — διαδήλωση — ανθοστρώνω — λαχανόγουλο — σπυριάζω — συμπαθητικός — πατσατζίδικο — αργοσαλεύω — πειστικότητα |
|||