Новогреческий словарь
ρυμουλκούμαι
ρυμουλκούμαι
быть на поводу
(у кого-л.);
~είται υπό τής συζύγου του — [phrase]он на поводу у своей жены[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
быть на поводу
? —
ρυμουλκούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρυμουλκούμαι
? — быть на поводу
#
(ново)греческий словарь
—
στεγανός
—
μόλεμα
—
εύμολπος
—
υποβλάστης
—
προϋπηρεσία
—
ανατοποθετώ
—
προσμαρτυρώ
—
δανειολήπτρια
—
χοντρέλλα
—
ακοστάριστος
—
αχορτάριαστος
—
αντιστικτικά
—
προμισθώνω
—
εξευμενισμός
—
νταμπής
—
αμφιόνι
—
μυτιλοτροφείο
—
βασταγός
—
θέμα
—
μαρκονιστής
—
δυσπαράδεχτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве