|
η 1) геол. гетероморфизм; 2) биол. гетероморфоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гетероморфизм? — ετερομορφία как на (ново)греческом будет слово гетероморфоз? — ετερομορφία как с (ново)греческого переводится слово ετερομορφία? — гетероморфизм, гетероморфоз — παραδεκτός — ταγμένος — σύγκορμος — κουρνάζος — ξεθεμέλιωμα — αναζωγραφίζω — αρφάδι — μαστροπεία — γιούσουρο — ξυπνητήρι — αδιαπτώτως — φρεγάτα — μετεπιβίβαση — ευφράδεια — νεοφασισμός — διάβαση — κάμα — επιτελώ — πολιότης — δισεγγόνα — αμαξιάτικα |
|||