Новогреческий словарь
άρπα
άρπα
II προστ. от αρπάζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άρπα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
έθνος
—
υπερκεφαλαίωση
—
διάσφιγξη
—
πλαγιομετωπικός
—
αφωτογράφητος
—
κακοκαρδίζω
—
εξανθηματώδης
—
ιουδαϊκός
—
φυτοβιολογία
—
αλήθευση
—
τυφλίτης
—
ρόμβος
—
επονομαζόμενος
—
τυραννοκτονία
—
μεγάλυνση
—
ωτοκόπωση
—
χαμάμ
—
δημοτικά
—
αιθεροποιώ
—
μετανάστης
—
αφέσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве