Новогреческий словарь
ωδίνω
ωδίνω
:
ώδινεν όρος καί ετεκεν μόν! — [phrase]гора родила мышь[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωδίνω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανθρακόκονη
—
χοροπηδώ
—
λαλαγκόψωμο
—
αμνημόνευτος
—
ζαρκάδι
—
ξεπετώ
—
οχυρωματικός
—
αμαλάκωτος
—
αποδιοργανώνω
—
μπακέτα
—
απονίβομαι
—
κωδωνοστάσι
—
ορνιά
—
κλειδαμπαρωμένος
—
μπαρκάρισμα
—
επισιτίζω
—
αμυντικότητα
—
λίγδωμα
—
οινοπνευματίαση
—
ανθοβολώ
—
σκατοφαγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве