|
ο церк. исповедник, духовник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедник? — εξομολογητής как на (ново)греческом будет слово духовник? — εξομολογητής как с (ново)греческого переводится слово εξομολογητής? — исповедник, духовник — φολλομαδώ — διέζευξα — ασύμπλεκτος — ανταπεργώ — κατακύλισμα — πηλοπατώ — γυψοκονίαμα — υπέρφορτος — βαθυκόκκινο — ταχυγράφος — έμπρακτος — τενεκετζής — εξεύρον — σκόπιμος — κρύσταλλο — σηματοδοτώ — κυανός — ροκοκό — κάρο — φύσιγγας — παράπλευρος |
|||