|
ο : βαρούχειος (ύπνος) — а) летаргический сон; б) перен. равнодушие к нуждам #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαρούχειος? — — γλυκόνομα — εκσπερματώνω — πλουμίδι — έλεγξις — καθελκύω — εδεκεί — παραπονιάρης — κακοποιός — ιονοθεραπεία — συσταίνω — τελεσφορώ — ποντιφικός — υπογράφομαι — δυσθεράπευτος — εκπιεστός — ενί — ψίλωθρον — αμνηστικός — μπαμπάκι — εμποδιστής — αίσια |
|||