|
(αόρ. εξεπλάτυνα) расширять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — εκπλατύνω как с (ново)греческого переводится слово εκπλατύνω? — расширять — προειδοποιητικός — ψάλτης — επιτείχιση — βατσινάρω — σύναυγα — πρωτάρα — αφανίζομαι — βένετος — πρωτομάρτυρας — εξασφαλίζω — χυδαϊσμός — αλεξικέραονο — λιαστός — λιόλαδο — απτική οθόνη — σκουμπρί — μπαλωματής — ακάνθινος — εικοσαπλούς — εμβλαστάνω — σοβαρός |
|||