|
(αόρ. πακετάρισα) завёртывать, упаковывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово завёртывать? — πακετάρω как на (ново)греческом будет слово упаковывать? — πακετάρω как с (ново)греческого переводится слово πακετάρω? — завёртывать, упаковывать — εμβαδόν — περισποόδαστος — διάβασμα — τριετηρίδα — ετοιμολογία — παιδοδοντίατρος — ηλιοσκοπία — κλεισμένος — μπεγέντισμα — ξεφούρνισμα — κλονίζομαι — φορτοθυρίς — μυρμηκικός — τροφοδοσία — κοσκινίδια — ανάλατος — επίσπευση — αντεργάτης — αμείλικτος — ξεκαπέλλωτος — παχυδερμία |
|||