Новогреческий словарь
προέλευση
προέλευση
η
происхождение
;
κοινωνική ~ — социальное происхождение
;
εμπορεύματα ξένης ~ης — импортные товары
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
происхождение
? —
προέλευση
как с
(ново)греческого
переводится слово
προέλευση
? — происхождение
#
(ново)греческий словарь
—
υπεργολάβος
—
υποδηματοεπιδνορθωτήριο
—
εκτοκαρδία
—
βραχυκύκλωσις
—
αδιάντροπος
—
κυτιοποιία
—
υπνοβατώ
—
αχρειολογώ
—
αντίγονο
—
διασταλτικότητα
—
μορταρία
—
διπλασιασμός
—
τρελός
—
γυφτοχαρατσής
—
ζητουλεύω
—
σουπιέρα
—
αλαφροσκεπάζω
—
λογιωτατίζω
—
ιαγουάρος
—
λάκτισμα
—
εισαγγελικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве