Новогреческий словарь
φοραίνω
φοραίνω
одевать
(кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одевать
? —
φοραίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φοραίνω
? — одевать
#
(ново)греческий словарь
—
ατουφέκιστος
—
ημιαγωγοί
—
τερατογένεση
—
διαβατήριο
—
αεριοποιήσιμος
—
τοπωνυμικός
—
κροσσός
—
υποσκαλμίδα
—
δημαρχία
—
Ελβετία
—
μηχανορράφος
—
αυτοδιοίκηση
—
λογοδιάρροια
—
γεραίρω
—
παρήχηση
—
λεμφαδήν
—
πολιομυελίτιδα
—
καταναυμαχώ
—
υμνογραφικός
—
ευθυτενής
—
χρυσοκόλλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве