|
η шелководство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шелководство? — βομβύκοτροφία как с (ново)греческого переводится слово βομβύκοτροφία? — шелководство — επισκοτισμός — παρεπόμενο — δικαρπίζω — αλευροπολτός — βαλανηφόρος — θειαφόφεγγος — σήπομαι — αχερόλασπη — κομφόρ — γκρίζος — δεκατεύω — μελοδραματισμός — φαρμακοδυναμικός — δικινητήριο — φόρτος — προγόμφιοι — καλοκαγαθία — στασιμότητα — σαράντισμα — γειαίνω — κουνουπιδόσουπα |
|||