Новогреческий словарь
επέτυχον
επέτυχον
αόρ. от επιτυγχάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέτυχον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αδόκητος
—
ψυχοσύνθεση
—
ηωσινόφιλος
—
αποσβεστήρας
—
συντελω
—
κρεατώνω
—
τουρκόγυφτσα
—
μονωδία
—
αιματοκύλιστος
—
σβουριχτός
—
συγκεντροποίηση
—
γαιοπρόσοδος
—
δεκανέας
—
λιακωτό
—
υπερασπίζομαι
—
κυριαρχία
—
ανεξαρτοποιημένος
—
υποχρεωτικά
—
προνοιακός
—
απόζεμα
—
απληροφόρητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве