|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερισματόγραφο? — — σαμπάνιο — ξυλότοιχος — κάννα — ανασπογγίζω — αποδασώνομαι — τρυσμός — ηβικός — υψιπετής — καπνόφυλλο — σπερματόφυλλο — χοληστερίνη — σκληρός — αγήτευτος — αχθοφόρος — αποβαίνω — οινοπνευματομέτρησις — συμπυκνωτήρας — άσβεστος — μεταξωσέντονο — αλωπεκισμός — τορεύω |
|||