|
η палеография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палеография? — παλαιογραφία как с (ново)греческого переводится слово παλαιογραφία? — палеография — ματζούνι — αποχώρηση — αλγεβρισμός — μεγαληγορώ — διαγραφή — δημοτολόγιο — ωτοπλασία — δυσεντερία — ασυναρίθμητος — κυδωνέα — τρακάρισμα — απόβαθα — επιστράτευση — λοβιτούρα — εκθάμβωση — εισήνεγκον — έμετος — νεώτερα — απροσαγόρευτος — ποριστικός — παγοκόφτης |
|||