Новогреческий словарь
ασετυλίνη
ασετυλίνη
η хим.
ацетилен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ацетилен
? —
ασετυλίνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασετυλίνη
? — ацетилен
#
(ново)греческий словарь
—
χρειαζούμενα
—
εντάμωση
—
μόνιμος
—
εμφυσητήρας
—
ταβερνίτσα
—
ιερωμένος
—
στίφος
—
απομαραίνω
—
αγκαλιά
—
οδογέφυρα
—
ψεγάδι
—
μπορντούρα
—
ξεριζωμός
—
ρημαγμένος
—
περίσσιος
—
επαινοθήρας
—
εδελβάϊς
—
γουβώνω
—
χαρτοκόπτης
—
υποκειμενικότητα
—
ανεβασιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве