Новогреческий словарь
ένστιχτο
ένστιχτο
το
инстинкт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
инстинкт
? —
ένστιχτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ένστιχτο
? — инстинкт
#
(ново)греческий словарь
—
τζόγος
—
ανυπότακτο
—
ριπολίνη
—
αιματηρός
—
ελλόγιμος
—
αεροναυτική
—
ανάπλαση
—
κράσπεδο
—
επικάρδιον
—
αληθώς
—
ξομπλιάστρα
—
λεονταρής
—
χαϊδεύομαι
—
νείρομαι
—
όπιο
—
πρόθυρα
—
πνευμονογράφος
—
αδρασκελίζω
—
αναφορέας
—
χοντροφτειαγμένος
—
ανθρωπομορφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве