Новогреческий словарь
σφουγγαρόπανο
σφουγγαρόπανο
το
половая тряпка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
половая тряпка
? —
σφουγγαρόπανο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφουγγαρόπανο
? — половая тряпка
#
(ново)греческий словарь
—
σύχνασμα
—
σωκρατικός
—
αρραβωνιάζω
—
καρδιοχτυπάω
—
χορτάτος
—
σοδομία
—
ιοντιστής
—
σφιχτοχέρης
—
πάτος
—
διαπορία
—
μεγαλόστομος
—
σπάρτο
—
πάρολι
—
δυσκόλεμα
—
παραχείμαση
—
πυρασφάλεια
—
Βένετοι
—
ημικρανία
—
αδιαφιλονίκητα
—
επιπλαρισμένος
—
ρατσιστικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве