|
предназначенный для рукопашного боя; ~α όπλα — холодное оружие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предназначенный для рукопашного боя? — αγχέμαχος как с (ново)греческого переводится слово αγχέμαχος? — предназначенный для рукопашного боя — υπνωτικός — κενό — νομότυπος — ομοπάτριος — ημεραργία — εξακολουθώ — συνομοταξία — υάρδα — κροκίδι — δονητής — καλονυμένος — υπερκεράτωσις — στροφίς — εγκλωβίζω — ουρανοβάμων — πορδοκλανείο — τοκίζω — επίτονος — αθαυματούργητος — καταγράφω — βλέφαρο |
|||