|
(-οδός) 1. восьминогий; 2. (о) осьминог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восьминогий? — οκτάπους как на (ново)греческом будет слово осьминог? — οκτάπους как с (ново)греческого переводится слово οκτάπους? — восьминогий, осьминог — βρεφοστάθμη — εβραιοσύνη — εξάποδα — βλεφαρικός — ώς — αχλωροφυλλία — καραπουτάνα — μακαρονάδικο — θίνα — ραδιογράφημα — ισόζυγος — αναβάνω — κατάντικρα — γιγαντίως — αυτοκράτορας — προσωπικώς — ψιλά — ζωντανεύω — διμηνίτικος — δυσαρθρία — μαγκοφέρνω |
|||