|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στραγαλατζίδικο? — — ψυχή — σέσκλο — σκληρωτικός — γούμενος — εγγυοδότης — ακρόπρωρον — επισκιάζω — αιθυλικός — αναξηραίνομαι — κωμικό — αξεσκέπαστος — απόψυξη — ασφαλτώδης — ζαρωματιά — ανδρογόνα — σηματοδοτώ — τεταρτογενής — φάλαρο — ακριτικός — προάγω — ξέθαμα |
|||