Новогреческий словарь
αταξίδευτος
αταξίδευτ|ος
не путешествовавший
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не путешествовавший
? —
αταξίδευτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αταξίδευτος
? — не путешествовавший
#
(ново)греческий словарь
—
δωδέκατος
—
ψαρόκολλα
—
γανιάδα
—
πλουμιστός
—
χρυσαλίδα
—
μητρικός
—
οποίος
—
τεκμαίρομαι
—
ξεκούραστα
—
καρυόφυλλο
—
ξεψειρίζω
—
κακεντρεχώς
—
αδιαίρετος
—
προγραμματισμός
—
ξοδεμός
—
μπατζίνα
—
εξωκρινής
—
αφιλοχρήματος
—
υποσταλτικός
—
εκλογικός
—
ωροσκοπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве