|
индуктивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индуктивный? — επακτικός как с (ново)греческого переводится слово επακτικός? — индуктивный — παστρικιά — μπολερό — τελεία — ρυτήρ — κρησάρα — καλαμπόκι — αγειτόνευτος — μασά — ιδρός — διθυραμβώδης — προσάπτω — σωμασκία — λουσμένος — χαντζάρι — συνταγολογία — πυλη — σιδηροπωλειο — σημαντική — μεταβατικότητα — αιγοτροφία — παλληκαρίσιος |
|||