|
антирабочий; ~ νόμος — антирабочий закон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антирабочий? — αντεργατικός как с (ново)греческого переводится слово αντεργατικός? — антирабочий — απίκραντος — ανεμόκουνια — εξασφαλίζω — μομία — παραμαγούλα — υδροδιαλυτός — έπαε — κεφαλάκι — συγχωνεύω — ξεφραγμένος — λέρα — ικανοποιημένος — λαφυραγωγημένος — σύρσιμο — επιλήψιμα — ακούρντιστος — κομπολογάς — Καναδός — γλυφίζω — συντετριμμένος — γιδοτόπι |
|||