|
ο гадальщик, гадалка (на картах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гадальщик? — χαρτομάντης как на (ново)греческом будет слово гадалка? — χαρτομάντης как с (ново)греческого переводится слово χαρτομάντης? — гадальщик, гадалка — γκέρλς — αρωματοπώλης — παραχαραγμένος — τοξικοφόρος — πέμπω — ζευλόσκοινο — απολυτισμός — αναρμόδιο — κινεζικός — μουστάρδα — κοκάλωμα — χάμόγελο — χασαπόπαιδο — καβαλλάω — σκαλί — λεπτοσανίδα — υπόψυχρος — πολυκέλαδος — συγκεκριμενοποιούμαι — τετραπέρατος — σιγουριά |
|||