|
ο гадальщик, гадалка (на картах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гадальщик? — χαρτομάντης как на (ново)греческом будет слово гадалка? — χαρτομάντης как с (ново)греческого переводится слово χαρτομάντης? — гадальщик, гадалка — μαργώδης — πλακομούνι — αποδεκατισμός — παραπληξία — ενεσπάρην — γέμισμα — τριχρωματισμός — ωτοπλαστική — μάγκικος — εξαερίζω — αμάρτυρος — λησμονώ — μοχλεύω — λιθιά — μαντεύομαι — ένατος — άπλατος — ξακόσια — μελισσαριό — πανοσιότητα — ζαμπάκι |
|||