Новогреческий словарь
επέρρωσα
επέρρωσα
αόρ. от επιρρωννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέρρωσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καραβόσκοινο
—
ενδιατρίβω
—
παράγκα
—
επευφήμησις
—
οπισθοβασία
—
τρελλαμάρα
—
τσιτσιρίζω
—
κυμβαλίστρια
—
ανέμποδος
—
ψηφοθήρας
—
αυθαδόμουτρο
—
εξωβιολογία
—
χαϊδιάρα
—
οξυμετρία
—
σέβασμα
—
σταλαγμένος
—
σπηλαιώτης
—
υπερατλαντικός
—
χθόνιος
—
αλαζονικός
—
αχυροφάγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве