|
трогать, прикасаться; είναι μήν τόν γγίζεις — [phrase]он очень раздражителен, к нему нельзя прикоснуться[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трогать? — γκιάζω как на (ново)греческом будет слово прикасаться? — γκιάζω как с (ново)греческого переводится слово γκιάζω? — трогать, прикасаться — πιστοδοτώ — επισκοτισμός — ακουβάλιστος — αγριομολόχα — προκατειλημμένος — εξαλμύρισμα — σκύλαξ — επιστράτευση — αψιχάλιστος — εκκεντρικότητα — καμωματού — εξαστισμός — μονωτήρας — δαιμονοπαθής — αζύγιστος — ξαναβάλλω — αιδήμων — ρωσοτουρκικός — ερημίτης — απρολόγιστος — πυρίτιο |
|||