Новогреческий словарь
προφυλακτήρας
προφυλακτήρας
ο 1)
предохранитель
;
2)
презерватив
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
предохранитель
? —
προφυλακτήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
презерватив
? —
προφυλακτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
προφυλακτήρας
? — предохранитель, презерватив
#
(ново)греческий словарь
—
ρεμπέτισσα
—
τροχαϊκός
—
αποθυμιά
—
γλαυκώδης
—
υπάνθρωπος
—
αφιλοξένητος
—
γεφυροπλάστιγξ
—
υπομνηματικός
—
πουντιάζω
—
γυαλώνω
—
κλοτσάω
—
κολοφώνας
—
εργαλειοθήκη
—
πλακόστρωτος
—
αστιατρικός
—
καταχθονιότητα
—
ασθένεια
—
εντομοκτόνο
—
διπλαρώνω
—
αναμάρτητος
—
μετεγγράφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве